- πανόλβιος
- πανόλβιοςtruly happymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανόλβιος — ον, ΜΑ 1. πανευτυχής, παμμακάριστος 2. ευλογημένος («πανόλβιον χρῆμα», Ευνάπ.). επίρρ... πανολβίως Α με τρόπο πανόλβιο, πανευτυχώς, με κάθε ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄλβιος «ευτυχής» (πρβλ. πολυ όλβιος)] … Dictionary of Greek
πανολβίως — πανόλβιος truly happy adverbial πανόλβιος truly happy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόλβιον — πανόλβιος truly happy masc/fem acc sg πανόλβιος truly happy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανολβιωτάτην — πανόλβιος truly happy fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανολβίου — πανόλβιος truly happy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανολβίων — πανόλβιος truly happy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανολβίῳ — πανόλβιος truly happy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόλβιε — πανόλβιος truly happy masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόλβιοι — πανόλβιος truly happy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνολβος — ον, Α πανόλβιος*, πανευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄλβος «ευμάρεια, ευδαιμονία» (πρβλ. πολύ ολβος)] … Dictionary of Greek